Της Οβραιοπούλας
Ένα Σαββάτο βράδυ, μια Κυριακή πρωί
βγήκα να σεργιανήσω, μες στην Οβραϊκή.
Βλέπω μια Εβραιοπούλα, όπου χτενίζετο
και μ’ αργυρό καθρέφτη εφακιολίζετο.
Γυρίζω τριγυρίζω να της το πω στ’ αυτί.
– Μωρή Εβραιοπούλα να γένεις Χριστιανή
Να λούεσαι Σαββάτο, ν’ αλλάζεις Κεριακή
Και να μεταλαβαίνεις Χριστούγεννα, Λαμπρή.
– Στασ’ να το πω στη μάνα μ’ να διω τι θα με πει.
– Μάνα, Ρωμιός με θέλει να γένω Χριστιανή.
– Κάλλιο ‘χω θυγατέρα μου σε τούρκικο σπαθί
παρά Ρωμιό να πάρεις, να γένεις Χριστιανή.
– Καρτέρα με Ρωμιέ μου να πα’ να στολιστώ
να βάλω τα χρυσά μου, να σε στεφανωθώ.