Αθανάσιος Διάκος

Αθανάσιος Διάκος

Τρία πουλάκια κάθονταν στου Διάκου το ταμπούρι
το ‘να τηράει τη Λειβαδιά και τ’ άλλο το Ζητούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει.
-Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;
-Νουδ’ ο Καλύβας έρχεται, νουδ’ ο Λεβεντογιάννης.
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες.

Ο Διάκος σαν τ’ αγροίκησε πολύ του κακοφάνει.
Ψηλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
-Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλικάρια,
δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα και να πιάσουμε κάτω την Αλαμάνα,
που ‘ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια.

Παίρνουνε τ’ αλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
-Καρδιά παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθείτε!
Σταθείτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε!



ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΕΙΤΕ

Ντιρλαντά

Ντιρλαντά πέντε και τέσσερα,εννιά κι ένα μας κάνουν δέκα μ'εγώ είμαι που παντρεύτηκα κι...

Κόρης φιλί εζήτηξα

Κόρης φιλί εζήτηξα Κόρης φιλί εζήτηξα και είπε μου να τση μνόξω. Και μνόγω...

Ποταμός

Ποταμός Η μέρα έχει βάσανα μα η νύχτα ναιν ωραία γιατί έρχεσαι στον ύπνο μου...

Νάξο με τα ψηλά βούνα

Νάξο με τα ψηλά βούνα Νάξο με τα ψηλά βουνά και τα βαθιά...

Ζηλεύω του σταυραετού

Ζηλεύω του σταυραετού Ζηλεύω του σταυραετού απου πετά στα νέφη και παίζει με τσι αστραπές και...