Η απαρνημένη
Όρκο τση κάνω τση ξανθής κι όρκο τση μαυρομάτας
κι όρκο τση γαϊτανόφρυδης βραδιά να μη τση λείψω.
Και μια βραδιά τση έλειψα κι η κόρη απερπίστη.
Πήρε τα όρη σκούζοντας και τα βουνά ρωτώντας.
– Βουνά μου και λαγκάδια μου και χαμηλόκλαδά μου,
μην είδατε τον π΄ αγαπώ τον ψεύτη τση αγάπης,
που οντίς με φίλιε μου ΄λεγε γλυκιά που ΄ναι η αγάπη
και τώρα μ΄ απαράτησε σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σπέρνουν, θερίζουν τον καρπό και η καλαμιά μόν΄ μνέσκει.
Βάνουν φωτιά στην καλαμιά μαυρολογάει ο κάμπος.
Έτσι και με η καρδούλα μου μαύρη και αραχνιασμένη.
Κάνω να τον καταραθώ πάλι πονεί η ψυχή μου.
Από ψηλά να γκρεμιστεί και χαμηλά να πέσει.
Σαν το γυαλί να ραγιστεί, σαν το κερί να λιώσει.
Χίλιοι καλά να τον κρατούν και εξήντα μαθητάδες
και δεκαοχτώ γραμματικοί να γράφουν ετσι πληγές του.