Ξύπνα μαυροματούσα μου
Ξύπνα μαυροματούσα μου κι ήρτα στη γειτονιά σου
χρυσά μπλεξούδια σ’έφερα να μπλέξεις τα μαλλιά σου.
Τα μάτια σου τα μαύρα, κι άσπρος σου λαιμός
αυτά’νι που μη κάμουν, κι γένουμου λουλός
Μαυροματού της γειτονιάς, βάλτου καλά στο νού σου
ιβώ γιά σένα έρχομου, όχι για τους γονιούς σου.
Της γης τα χορταράκια, κι τα ραδίκια της
να τα φιλήσου θέλου, τα μαύρα φρύδια της.
Πιρνού κι (δ)έ σι χαιρήτου, τα μάτια χαμηλώνου
του κάμου για τη γειτουνιά, μα γω σι καμαρώνου.
Μαχαιρουμένου μ’έχεις, πληή (δ)ε φαίνιτι
κι άλλους απού σένα γιατρός (δ)ε γένιτι.
Καλησπερίζου μια ψυχή, κι τ’όνομα (δ)ε λέου
Γιατί αν πω του όνομα, θα κάθουμου να κλαίου.
Ισύ μι βασανίζεις, μα τι μπουρού να που
Ούλα τα υποφέρνου, γιατί σι αγαπού.