Βαρύτερ’ απ’ τα σίδερα
Βαρύτερ’ απ’ τα σίδερα καλέ,
είναι τα μάυρα ρούχα
γιατί τα φόρεσα κι εγώ,
για μιαν αγάπη που ‘χα.
Τσαχπίνη με φωνάζουνε καλέ,
μα που είν’ η τσαχπινιά μου,
γιατί αγαπώ μελαχροινό
κι έβγαλαν τ’ ονομά μου.
Τα μαύρα κι αν τα φόρεσες καλέ,
δεν τα φορείς για λύπη,
μον’ τα φορείς για εμμορφιά
και για ζαρειφλίκι.
Τα μαύρα μάτια την αυγή καλέ,
δεν πρέπει να κοιμούνται,
μον’ πρέπει ν’αγκαλιάζονται
και να γλυκοφιλιούνται.
Το μόνο μου παράπονο καλέ,
είναι πως δε σε βλέπω,
και μόνος μου το απορώ
το νου μου πως τον έχω.
Ήλιε μου οι αχτίδες σου,
σβήνουν και πάλι ανάβουν
και τα δικά μου βάσανα
καθημερ’νως δεν παύουν.