Σχίσθκιν
Σχίσθκιν η γης κι η θάλασσα
και μπαίνει ου ήλιος μέσα
κι βγαίνει μία πέρδικα
σαν ήλιος σαν φιγγάρι
του παλικάρι αγνάντιψι
την πιάνει απού του χέρι.
Ν-άιντις κόρη μ’ στη μάνα μου
να πάει να μας φιλέψει.
Του πώς να ρθω λεβέντη μου,
δεν ξέρου τ’ όνουμά σου.