Ρίμα των Κερήμηδων και του Νικολ. Αετού
Αφου κραστείτε να σας πω να κάμετε και χάζι,
το Χαληλιό ρωτήξετε ίντά ’χει και γρυνιάζει.
’Στο Κάστρο μέσα πήγαινε να κάμ’ ένα ζουμπούσι,
βαστά και καπνοσάκκουλο κ’ ένα μακρύ τσιμπούκι.
─Ανάθεμά την τη στραθιά οπ’ έκανα στο Κάστρο,
κ’ έχασα το μπεγίρι μου που χύνετο σαν άστρο.
Διαολεμένε Αητέ που ’θελα με γλεντήσης,
πεισματικό μου το’καμες για να με ξεκουμπίσης.
─Δεν το ’καμα πεισματικό εγώ Χαλήλ αγά μου,
μα συ ’θελες για ν’ ακλουθάς πάντα στη συντροφιά μου.
Εις τον οντά μου το ’χα ’γω ’πο κάτω στο κατώγι,
και του ’χα γέμι κι άχυρα περίσσια για να τρώγη.
Και του ’χα γέμι κι άχερα οληνυκτίς να τρώγη,
και την αυγή εγκάνιζε και το ’χα σαν ρωλόγι.
Μα τώρα που μου ψώφησε μου κόπηκεν η βόλτα,
δεν τρώγει πλειο του άχερα δεν τρώγει πλειο του χόρτα.
Μ’ άφησε γέμι και ταγύ, νερό χασίλι, χόρτα,
μηδε δεν ξαναμπαίνει πλειο εις τω Χανιώ την πόρτα .
Έθεκε κ’ εκορδάκιασε κι αγάς του μανταλώνει,
πάει ο Μιχάλης για να μπη και απ’ το τειχιό σκαλώνει.
’Που το τειχιό κατέβηκε κ’ εμπήκεν εις τ’ αχύρι,
για το χιλό Χαλήλ αγά κ’ ίντά ’χει το μπεγύρι.
Του Χαληλιού η αδερφή γροικά τ’ αναθυβάνει,
κ’ επόρησενε για να ιδή ίντά ’ναι αυτό που κάνει.
Και το στομάχι τσ’ έδειρε με ξύλα και με πέτρα,
όλ’ οι ανθρώποι τση μιλούν μ’ αυτή μηδ’ εχαιρέτα.
─Αδέρφι μου Χαλήλ αγά να το ’δες στ’ όνειρό σου,
εψόφησεν ο μαύρος σου ο κανακάρικός σου.
Όντεν το λόγον έλεγε να ο Χαληλιός και φτάνει,
κι από τον τόσον του καϋμό τα κρέτα του δαγκάνει.
─Ανάθεμά σε Αητέ και πάλι ανάθεμά σε,
τα λόγια που μιλήσαμε κοντό να τα θυμάσαι;
Κερήμ αγά και τ’ Αητού τη χάρι να γνωρίσης,
όπου σ’ εβάλαν μυλωνά το μύλο να γυρίσεις.
Όπου σε βάλαν μυλωνά σ’ εκείνο το λιθάρι,
μα κείνο δα το σκοτεινό σ’ έκαμενε δοξάρι.
Μ’ άχι! Και πού το κάτεχα να σε καβαλικέψω,
να σε γυρίσω στο χωριό κι απόκιας να μισέψω.
Κουσούρι μη μου πιάσετε για θα πω καληνύχτα,
γιατί θα πάω να κρυφθώ εις του βουβού την τρύπα
*Οι Κερήμηδες, μεγάλη οικογένεια, Τούρκοι εις το φανερόν κρύφιοι δε Χριατιανοί, φίλοι του εν Ρεθύμνη εμπόρου Ν. Αετού, συνόδευσαν αυτόν εις Ηράκλειον, εις την επιστροφήν εψόφησε ο ίππος του ον ίππευε ο Αετός. Συνδιασκεδάζοντες ημέραν τινα προσεκάλασαν τον Μιχ. Χαλάτσην να παίξη την λύραν του αυτός δε ετραγώδησε το αυτοσχέδιον τούτο τραγώδιον όπερ επροξένησε εις τους ευθυμούντας έκπληξιν.