Επιδρομή στην Κρήτη
Από αέρα κάμανε επιδρομή στην Κρήτη
οι Γερμανοί να πάρουνε, Σφακιά και Ψηλορείτη.
Ποτάμια, δάση και βουνά, ακρογιαλιές και δέντρα
βουνοκορφές και ρεματιές, εστήσανε ενέδρα.
Τα ορατά τ’ αόρατα, τα τωρινά τα αιώνια
τα στήθη τους εστήσανε, στου Χίτλερ τα κανόνια.
Όλοι τους συνορίζονται, στη μάχη ποιος θα φτάσει
Ελευτεριά ή Θάνατος, ποιος θα πρωτοφωνάξει.
Άγριος και περήφανος στέκεται ο Ψηλορείτης
αθάνατος, απάτητος, καταμεσής της Κρήτης.
Χίλιοι δαιμόνοι τ’ ουρανού, την Κρήτη βομβαρδίζουν
από δεξιά κι αριστερά την περιτριγυρίζουν.
Ρασάλτο κάνουν τα βουνά γύρω απ’ τον Ψηλορείτη
Ελευθεριά ή Θάνατος, φωνάζει όλη η Κρήτη.
Άγγελοι μαζευτήκανε, την Κρήτη προστατεύουν
κι απ’ τους διαβόλους τ’ ουρανού χιλιάδες αχρηστεύουν.
Απ’ ουρανό και θάλασσα, πολιορκούν την Κρήτη
σαν φάντασμα τους κυνηγά η σκιά του Ψηλορείτη.
Να και ο Κρητικός Θεός μπαίνει και αυτός στη μάχη
συθέμελα ετράνταζε ο τάφος του Εθνάρχη.
Τους ήξερε από παλιά δώδεκα δεκατρία
και λέει: για δε διάβασες Ούνε την Ιστορία.
Να δεις πως τους δεχόμαστε, αυτούς που αγαπούμε
αλλά και πως φερνόμαστε, σ’ εκείνους που μισούμε.
Τι θέλετε στα σπίτια μας, και στα νοικοκυριά μας
εμείς αγωνιζόμαστε, για την Ελευθεριά μας.
Είναι γεμάτο το νησί, πολιτισμού μνημεία
κι εσείς μας κουβαλήσατε, πόνο και τυραννία.
Τρέμει τραντάζει η Κνωσσός καίει φωτιά στ’ Αρκάδι
ο φάρος του Ακρωτηρίου φέγγει και αυτός ομάδι.
Εδιάλυσε η σκοτεινιά έγινε η νύκτα μέρα
για να κτυπάνε τον εχθρό π’ έρχεται απ’ τον αέρα.
Ήταν Μαΐου 21 η καταχνιά η μεγάλη
τα σιδερένια φτερωτά ξερνούν φωτιά και ατσάλι.
Κρυφτήτε από το θάνατο, κτυπάνε οι τρομπέτες
κι απ’ τον αέρα πάνοπλοι, έρχονται οι επισκέπτες.
Ποιος να κρυφτεί; Δεν κρύβονται, όλοι στη μάχη μπαίνουν
έχουνε μάθει από παλιά να ζουν και να πεθαίνουν.
Ξεσκίζει ο Κρητικός λαός τους νόμους τους γραμμένους
και εφαρμόζει άγραφους, για τους νεοφερμένους.
Στρέφεται προς τον ουρανό, και το σταυρό του κάνει
τρέχει στο στίβο ακάλυπτος, να πάρει το στεφάνι.
Γέροι, γυναίκες και παιδιά, όλοι στη μάχη τρέχουν
ατρόμητοι, ακάλυπτοι, μ’ αίμα το χώμα βρέχουν.
Σφεντόνες, βέργες, ρόπαλα, αξίνες και δρεπάνια
και των προγόνων τα παλιά, αρχαία γιαταγάνια.
Τρέχουνε να υποδεχθούν τους νέους αφεντάδες
με καραμπίνες, δίκανα και σκουριασμένους Γκράδες.
Στριφογυρίζει γρήγορα του Κρητικού το μάτι
κτυπάει εδώ, κτυπάει εκεί τους ξένους με γυνάτι.
Δεν περιμένει ο Κρητικός να ’ρθει ο εχθρός στο χώμα
μα στον αέρα τον κτυπά που ’ναι νωρίς ακόμα.
Αν τον αφήσει ν’ αμυνθεί και φτιάξει τ’ άρματά του
με ποια άρματα θα αντισταθεί ο Κρητικός μπροστά του;
Ξέρουν οι γέροι τι θα πει σκλαβιά απ’ άλλα χρόνια
γι’ αυτό ξαμώνουν και χτυπούν τα έγχρωμα μπαλόνια.
Φτάνουν τα μεταγωγικά, ανοίγουν τις πορτέλες
τον ήλιο εκαλύψανε, πολύχρωμες ομπρέλες.
Σκοτείνιασε ο ουρανός, θαρρείς ο ήλιος ’χάθει
παντέρμη Κρήτη είναι γραφτό, να ξαναμπείς στα πάθη.
Σκοτείνιασε ’ναι το νησί από τ’ αεροπλάνα
πώς να αντέξεις μόνη σου θεογεννήτρα μάνα.
Όλοι μεγάλοι και μικροί τρέχουν να πολεμήσουν
το γόητρο και τη τιμή, θένα υπερασπίσουν.
Αγγομαχούνε τα βουνά Σφακιά και Ψηλορείτη
μα είναι θέλημα Θεού να πατηθεί η Κρήτη.
Ήρθε ο πυρογενής εχθρός κρατώντας τις πυρόγες
κι απ’ άκρη σ’ άκρη το νησί σκεπάζετ’ από φλόγες.
Ο ατσαλογενής εχθρός επάτησε την Κρήτη
μα η γρανίτινη ψυχή της Κρήτης δεν ηττήθει.
Τέσσερα χρόνια το νησί εντύθηκε στα μαύρα
άντεξε στα μαρτύρια και στης φωτιάς τη λαύρα.
Στα μαύρα η Κρήτη εντύθηκε, έβγαλε τα καλά της
πένθιμα το μαντήλι της βάζει για τα παιδιά της.
Κτυπά ο εχθρός, καίει χωριά, χιλιάδες ξεριζώνει
η Κρήτη από τον πόνο της κλαίει και μαραζώνει.
Κρήτη μην κλαις μην δέρνεσαι, δεν κλαιν’ οι ηρωίδες
μα στέκονται ακλόνητες όπως οι πυραμίδες.
Πρεπιά του κόσμου αρχόντισσα Κρήτη Κοσμογεννήτρια
σε σένα πάλι πέσανε, της Λευτεριάς τα φύτρα.
Το αίμα που εχύσανε τα αθάνατα παιδιά σου
γίνανε μοσχόβολοι ανθοί, να ρένουν την ποδιά σου.
Σε σένα έπεσε ο λαχνός και μην κακοκαρδίσεις
να πάρει ο άξονας στροφή, τον τζόγο να κερδίσεις.
Πρώτη ελευθερώθηκες Κρήτη από τα πάθη
τρέχει η είδηση παντού ο κόσμος να το μάθει.
Γοργοφτερούγα η είδηση σ’ όλο τον κόσμο φθάνει
της δόξας και της Λευτεριάς, επλέξανε στεφάνι.
Η Κρήτη λευθερώθηκε, λεν’ οι αγγελιοφόροι
κι ήρωες της έγιναν στο κόσμο δορυφόροι.
Τρέχει η είδηση παντού σ’ ανατολή και δύση
η Κρήτη λευθερώθηκε έζησε και θα ζήσει.
Πρεπιά του κόσμου αρχόντισσα θα στέκεις πάντα Κρήτη
κι η δόξα πάντα αθάνατη πάνω στον Ψηλορείτη.
Αιώνια κι αθάνατη θα είσαι κοσμογέννα
Ζήτω που δεν ελύγισες εις στο σαράντα ένα.