Ξενίτης και πραματευτής
Ξενίτης και πραματευτής
πο’ ‘ρχεται από τα ξένα
σέρνει μουλάρια σαν πουλιά
και μούλες σαν αηδόνια,
φέρνει και μια χρυσόμουλα
κι αυτός σαν καβαλάρης.
Κι ο νιος αποκοιμήθηκε
απανωθιό στη μούλα,
κι η μούλα παραστράτησε
και σ’ άλλο δρόμο πάει.
Πήρε ντερβένια κλέφτικα,
τις στράτες των κλεφτώνε.
Κι όταν ο νιος εξύπνησε,
σε άλλον τόπο ευρέθη.
-Μούλα μ’, τώρα πού μ’ έφερες
σε κλέφτικα λημέρια;
Κι από την στεναχώρια του
αρχίζει το τραγούδι:
-Χαρά σε τούτα τα βουνά,
χαρά σε τούτ’ τους λόγγους,
ουδέ που κλέφτες ‘κούγονται
ουδέ και χαραμήδες.
Το λόγο δεν απόσωσε,
το λόγο δεν απόειπε.
Νάτοι κι κλέφτες πο’ ‘ρχονται,
νάτοι κι οι χαραμήδες,
κι όλοι μαζί του ρίχνονται,
του παίρνουν τα μουλάρια.
-Κλέφτες μη μου τα παίρνετε
τα έρμα τα μουλάρια,
τι είμαι ο μαύρος εφτωχός,
μικροορφανεμένος.
-Τι λέει το κουτόπλασμα,
τι λέει το χαμένο,
δεν κλαίει το κεφάλι του,
μόν’ κλαίει τα μουλάρια.
Και το σπαθί του έβγαλε
ο πρώτος καπετάνιος:
Μια μαχαίρια του τράβηξε
μες στον δεξί τον πλάτη.
Και ύστερα θυμήθηκε
για να τον ερωτήσει.
Κάθεται και τον ρώταγε,
κάθεται τον ξετάζει:
-Πες μου πούθ’ είναι η μάνα σου,
πούθ’ είναι ο πατέρας;
Πες μου πώς ονομάζεσαι
και πός’ αδέρφια είστε;
-Τρία αδερφάκια είμαστε,
τα τρία αράδα-αράδα:
ο πρώτος είναι στο χωριό
δουλεύει τα χωράφια
κι ο δεύτερος στην κλεφτουριά
έχει δώδεκα χρόνους.
Εγώ είμαι ο Γιάννης ο μικρός,
που βόσκω τα μουλάρια.
-Εσύ είσαι ο αδερφούλης μου
ο πολυαγαπημένος.
Έσκυψε τον εφίλησε
με την καρδιά θλιμμένη.
Στην αγκαλιά τον άρπαξε
και στο γιατρό τον πάνει
-Εσείς γιατροί γιατρεύετε
καμένους, λαβωμένους,
γιατρέψτε και τ’ αδέρφι μου
το πολυαγαπημένο.
-Εμείς οι γιατροί γιατρεύουμε
καμένους, λαβωμένους,
αν είναι ξένη η μαχαίρια
εγώ θα τον γλιτώσω,
κι αν είναι αδερφομαχαιριά
δεν τον γιατρεύω ντότι.
Κι αφού τον καλοκοίταξε
γυρίζει και του λέει:
-Αυτή ‘ναι αδερφομαχαιριά
και γιατρειά δεν έχει.
Κι αυτός αυτά σαν άκουσε,
πολύ(ν) εβαλαντώθει.
Και το σπαθί του έβγαλε
στον ουρανό το ρίχνει,
στους ουρανούς το πέταξε
και στην καρδιά του ευρέθη.
Τα πήραν και τα έθαψαν
τα δυο σ’ ένα κιβούρι:
Στο ‘να φυτρώνει πλάτανας
και στ΄ άλλο κυπαρίσσι.
Κι όταν φυσάει άνεμος,
το γλυκοαεράκι,
Λιγογυρίζει ο πλάτανας,
φιλάει το κυπαρίσσι.
Πραματευτής επέρασε,
στέκεται και λογιάζει
-Κοιτάξτε τα παράξενα
που γίνονται στον κόσμο,
εδώ θαμμένα βρίσκονται
δυο αδέρφια αγαπημένα
που δε φιλιόνταν ζωντανά,
φιλιούνται πεθαμένα