Βλάχα πάει για τη στάνη
Βλάχα πάει για τη στάνη
για ν’ αρμέξει μάνι-μάνι,
μα βραδιάζει και νυχτώνει
και στο δρόμο μένει μόνη.
Τρεις λεβέντες αντικρίζει
μες στο δρόμο σαν γυρίζει,
μα απ’ τους τρεις ο ένας τρέχει
και στα μάτια την προσέχει.
Είναι εκείνος π’ αγαπούσε
και δυο χρόνια την κοιτούσε.
“Βλάχα γιατί είσαι λυπημένη
και βαριά βαλαντωμένη;”