Ράφτης ήμουν
Ράφτης ήμουν κι’ έρραφτα ρούχα γενιτσάρικα,
ρούχα γενιτσάρικα και βλαττιά σπιτιάνικα.
Όλη μέρα έρραφτα και το βράδυ έσκαφτα,
έσκαφτα το χώμα μου, στη μηλιά το πάγαινα.
Να, μηλιά, το χώμα μου, δώσε με τα ανθιά σου,
τ’ ανθιά σου, τα πάθη σου και την κοκκινάδα σου,
να τα στολιστώ και γώ, να μαραίνω μόν’ εγώ
κάθε νιο μεσ’ το χωρίο και της χήρας τον υγιό.
Ψες τον είδα στ’ όνειρο, με το μαντήλι στο λαιμό,
φορούσε και το φέσι του, ψιλή λιγνή η μέση του,
φορούσε και ποδήματα ‘πέ κόκκινα σερνίσματα.