Τρεις καλές γειτόνισσες
Τρεις καλές γειτόνισσες,
Κι οι τρεις Μελιδονιώτισσες,
Στην ταβέρνα παν να πιούνε,
Τσιστροκόλλυβα βαστούνε.
Βρίστουνε τον ταβερνιάρη,
Κι εκοπάνιζε λινάρι.
Σήκ’ απάνω, ταβερνάρη,
και παραίτα το λινάρι.
Βάλε μας κρασί να πιούμε,
Μα την πλερωμή βαστούμε.
Μη μας το βάλεις στο γυαλί,
Γιατ’ είν’ η δίψα μας πολλή,
Μηδέ στο παλιοσκούτελο,
Γιατί χτυπά στο κούτελο.
Βάλε μας το στο λαήνι,
Κι όσο πιούμε κι όσο μείνει».
Πιε τη μια και πιε την άλλη,
Γίνουνται κι οι τρεις κουνάλι.
Κι ο καλός των νοικοκύρης
Με ψωμί και με κρομμύδι,
Ούλη μέρα ζευγαρίζει,
Πείνα τόνε βασανίζει.
Και αργά στο σκολασμόν του
Πάει στο παντέρημόν του.
Βρίστει την αρχόντισσάν του,
Την καλήν νοικοκεράν του,
Μεθυσμένη, ξερασμένη
Και στον άθο κυλισμένη.
«Πε, γυναίκα, το κακό σου
για να βρω το γιατρικό σου».
«Για να βρεις το γιατρικό μου,
έπαρε το μίστατό μου
κι άμε το του ταβερνιάρη
να σου το γεμίσει πάλι