Της Ελένης
Μάθετε τα νέα στης Κρήτης τα χωριά
που ‘βαλεν η Ελένη ρούχα ευρωπαϊκά.
Με τον ‘γαπητικόν της πάει στον καφενέ
τον καφετζήν διατάσσει: “Καφέ και ναργελέ”.
Δυο φίλοι τ’ αδερφού της την εγνωρίσανε
πηγαίνουν στον Βαγγέλη, την ‘μολογήσανε.
Τι κάθεσαι Βαγγέλη και ‘εν πας στον καφενέ
να δεις την αδερφή σου που πίνει ναργελέ;
Σηκώνετ’ ο Βαγγέλης και πάει στον καφενέ,
βλέπει την αδερφήν του να πίνει ναργελέ.
Κρίμας σε σε Ελένη, κρίμας στο μπόι σου
κι εντρόπιασες κι εμένα κι όλον το σόι σου.
Μιαν κουμπουριάν της παίζει στη δεξιά πλευρά
και σκίσαν τα συκώτια κι όλα τα σωτικά.
“Τι σου ‘καμα Βαγγέλη και με σκοτώσετε
στου καφενέ την πόρτα και με ξαπλώσετε;
Κάτω στην κρύα βρύση θέλω το μνήμα μου
κι οι φίλοι τ’ αερφού μου να ‘χουν το κρίμα μου”.
Όταν την επερνούσαν από τον καφενέ
εσπούσαν τα ποτήρια και χύνανε καφέ.
Όταν την επερνούσαν από τα μαγαζιά
Τούρκοι, Ρωμιοί εκλάφταν τα μαύρα της μαλλιά.
Όταν την κατεβάσαν στην Άγια Φωτεινή
έριξεν η μαμά της μίαν ψιλή φωνή.