Της Άρτας το γιοφύρι
Σαράντα μαστορόπουλα
κι εξήντα δυό μαστόροι,
γιοφύριν εστεριώνανε
στης Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς δουλεύανε
το βράδυ εγκρεμιζόταν
φερμάνι από το βασιλιά
να κόψουν τους μαστόρους
κλαίνε τα μαστορόπουλα
κλαίνε για τους μαστόρους
πουλάκι πήγε κι έκατσε,
δεξιά από το γεφύρι
δεν ελαλούσε σαν πουλί
σαν όλα τα πουλάκια
μόνο λαλούσε κι έλεγε ανθρώπινη κουβέντα.
“Αν δε στεριώσετ’ άνθρωπο
γιοφύρι δε στεριώνει
και μη στεριώσετ’ ορφανό
μη ξένο, μη διαβάτη,
μόνο του πρωτομάστορα, την όμορφη γυναίκα.”
Τ’ ακούει ο πρωτομάστορας
ραγίζετ’ η καρδιά του…
με το πουλί παρήγγειλε
με το πουλί τ’ αηδόνι
“Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί
αργά να πάει το γιόμα
αργά να πάει και να σταθεί
στης Άρτας το ποτάμι.”
Και το πουλί παράκουσε
κι αλλιώς επήγε κι είπε
“Γοργά ντυθείς, γοργά αλλαχτείς,
γοργά να πας το γιόμα
γοργά να πας και να σταθείς
στης Άρτας το ποτάμι.”
Να τηνε που ξεφάνηκε
από την άσπρη στράτα
“Ώρα καλή σας μάστορες…”.