Σήμερα ψάλλουν εκκλησιές
Σήμερα ψάλλουν εκκλησιές, ψάλλουν τα μοναστήρια,
ψάλλει και η αγιά Σοφιά με δεκαχτώ καμπάνες.
Κι’ ο βασιλιάς Αλέξαντρος βαριά αποκοιμήθη
κι η μάνα του τον έλεγε και τον παρακαλούσε :
-Σήκω, ψηλέ μ’, σήκω, λιγνέ μ’, σήκω, και βασιλιά μου,
σήκω να πας στην εκκλησιά και στον καλό το λόγο.
Σηκώθηκε ταράχτηκε, σηκώθηκε πηγαίνει.
Μπροστά πηγαίν’ η μάνα του, κατόπ’ η αδερφή του,
μέσα στη μέση ο βασιλιάς σα μήλο μαραμένο.
-Όταν τον είδε η εκκλησιά σε τρεις μεριές ραγίσ’ κε,
κι εκεί παπάδες πόψελναν, διάκοι κανοναρχούσαν,
ακούστηκε ψιλή φωνή πιό μέσα απ’ τ’ άγιο βήμα.
-Έξω, οργί μ’, έξω, σκυλί μ’, έξω, και βασιλιά μου.
Κι’ ή μάνα του τον έλεγε και τον παρακαλούσε.
-Τί ήταν , υγιέ μου, που καμες, υγιέ μ’ και βασιλιά μου,
και δε σε θέλ’ η εκκλησιά και η αγιά Σοφιά ;
-Μάνα μου, βρες πνευματικό να πω τα κρίματά μου.
-Εγώ, παιδί μ’, πνευματικός, πέ μου τα κρίματά σου,
πέ μου τις αμαρτίες σου να σου τις συχωρήσω.
-θυμάσαι οταν μ’ έστειλες το πρώτο το ταξίδι ;
Το πλήθος ήτανε πολύ κι’ ο τόπος ήταν λίγος.
Όλ’ έδεσαν τους μαύρους τους σε δάφνες σε κλαδάκια,
κι’ εγώ ‘δεσα το μαύρο μου σε μνημουργιάς κρικέλλα.
Κι’ ο μαύρος ήτανε μικρός, ήταν και παιγνιδιάρης,
– και παίζοντας και ρίχνοντας εσήκωσε την πλάκα,
και μέσα κόρη κοίτονταν τριώ μερών θαμένη,
και φάνηκαν σγουρά μαλλιά και οι μακρές πλεξίδες
έλαμπε και το πρόσωπο καλύτερ’ απ’ τον ήλιο.
Κι’ έσκυψα και τη φίλησα στα μάτια και τα φρύδια,
– στα σταυρωμένα χέρια της, στα κόκκινα χειλάκια.
-Εσύ, παιδί μ’, το κρίμα σου συχώριο δε θα χη ,
μόνο να πας στην ερημιά, να πας στο μοναστήρι,
και να νηστεύης πάντα σου και προσευχές να κάνης.
Και εκείνος αποκρίνεται σαν παραπονεμένος :
-Σκάψτε βαθειά, σκάψτε πλατειά, ίσα για δυο νομάτοι,
να πέσ’ ο νιος με τ’ άρματα κι’ η νια με τα στολίδια.