Όλ’ οι λιγνοί αλλάξανε
Όλ’ οι λιγνοί αλλάξανε κι’ όλοι λαμπροφορέσαν,
μα γω λιγνός δεν άλλαξα, δεν ελαμπροφορέσα,
Μόν’ μια Λαμπρή, μια Κυριακή, μιαν πίσημον ημέρα,
παίρνω τα ρουχαλάκια μου και στο λουτρό παγαίνω,
και βρίσκω το λουτρό σβηστό, τις γούρνες σφαλισμένες.
Φυσώ κι’ ανάβω το λουτρό, κλαίγω γεμίζω γούρνες,
και λούνομαι, χτενίζομαι, σκουπίζομαι και βγαίνω.
θωρώ ζερβιά, θωρώ δεξιά, θωρώ επάνω κάτω,
θωρώ καμάρι του λουτρού και της παντριάς μια κόρη.
Να της μιλήσω δε μπορώ, να της το πω φοβούμαι.
Να την ειπώ τρανταφυλλιά, μα κείνη αγκάθια έχει,
να την ειπώ γαρουφαλιά, κι’ εκείνη κόμπους έχει,
να την ειπώ χρυσό δεντρί, κι’ εκείνο κλωνιά εχει,
να την ειπώ άστρο τ’ουρανού, κι’ εκείνο βασιλεύει,
να την ειπώ χρυσό πουλί, κι’ αυτό πετά και φεύγει.