Μια ξανθιά μια μαυρομάτα
Μια ξανθιά μια μαυρομάτα
σε γιοφύρι κάθιτι κι όλο συλλογίζεται:
-Πώς να το περάσω εγώ
τούτο το θολό νερό;
Πέρασές με νιούτσικε
πάρι του γκιουρντάνι μου.
-Δεν του παίρνω κόρη μου
δεν του καταδέχομι.
-Πέρασέ σ’ με νιούτσικε
πάρι του βραχιόλι μου.
-Δεν του παίρνω κόρη μου
δεν του καταδέχομι.
-Πέρασές με νιούτσικε
θα σου δώσω φίλημα.
Σ’ν αγκαλιά την άρπαξι
πέρα την απέρασι.