Μια χωριανή μου πέρδικα
“Μια χωριανή μου πέρδικα
του κήπου μου τση βιόλες,
άλλες τσιμπά κι άλλες μαδεί
κι εξέρανέ τση όλες”.
-Να τη χαλάσεις τη φωλιά,
την πέρδικα να διώξεις.
Το νου σου στο κεφάλι σου
να τον αναμαζώξεις.
-Μια χωριανή μου πέρδικα
ξεσήκωσε το νου μου
και δεν αναμαζώνομαι
στο σπίτι του κυρού μου.
Θα την ταΐζω ζάχαρη
να μην την αγριέψω
κι όντε κοιμάται η μάνα τζη
τη νύχτα θα την κλέψω.
-Να την εκλέψεις δε βαστάς,
είναι μικρή και κλαίει
κι ανε της πεις και τίποτα
της μάνας της το λέει.
-Χαθήκανε τ’ άλλα πουλιά
που λεύτερα πετούνε;
Υπάρχουνε πολλώ λογιώ
και με παρακαλούνε.
Το σείσμα και το λύγισμα
άλλη καμιά δεν το ‘χει,
μόνο η πετροπέρδικα
που είναι στο μετόχι.
-Πέμψε να βρεις τη μάνα τση,
κυδώνι στο μαντήλι,
να γίνετε δικολογιά
και μπιστεμένοι φίλοι.
-Πέμπω τση ξαναπέμπω τση,
μα δε μου λέει πράμα.
Για δε διαβάζει τη γραφή,
για χάνεται το γράμμα.