Γ’ εις κυνηγός
Γ’ εις κυνηγός ανάτειλε
οξ’ από τσ’ όξω χώρες
– χανιώτικές μου βιόλες-
σαράντα δυό σκουδιά ‘σερνε
κι ούλα μανιακομένα
– τα ερημοκαϋμένα –
τα εκατό ήσαν κουργελά
και τ’ άλλα δυό ήσαν άσπρα
– γαρεφαλιά στη γλάστρα –
πάνω σε πλάκα ανέβηκεν
ο νιός να τα μετρήσει
και να τ’ αποτσακίσει.
Μα ήταν η πλάκα από βροχή
κι ήτανε γλυτσιασμένη
– η ερημοκαϋμένη –
και παραπάτησεν ο νιός
κι ήπεσε μες τον τάφκο
– γαρέφαλό μου αφράτο –
Σαράντα μέρες έκαμε
ο νιός μέσα στον τάφκο
– α που να μη σε χάσω –
κι απάνω στσι σαράντα δυό
σέρνει το μοιρολόι
– ψιλόλιγνό μου μπόι –
“παιδιά δεν είν’ επά βοσκή
δεν είν’ αγριμολόι
ψυχή μου ροστολόει
Να πάρουν τα σκυλάκια μου
να πά να τα ποτίσουν
– και να τ’ αποτσακίσουν –
Να πάρουν το τουφέκι μου
πριχού σκουριάνει η πάστρα
– ξανθή και μαυρομάτα –