Εψές λιανοψιχάλιζε
Εψές λιανοψιχάλιζε κι εγώ παρατραγούδουν
Την παίρνει αγέρας τη λαλιά,
σ’ δρακοσπηλιά την πάγει
Τα ξύπνησε τα εννιά χωριά τα δώδεκα καστέλια
Ξύπνησε και το δράκοντα όπου γλυκά κοιμούντο
«Ποιος είν’ αυτός , ποιος είναι κειός
Που τραγουδεί τη νύχτα
Και δεν φοβάται δράκοντα
Και δεν τρομάζει λιόντα;
Για ψεύτης εν’ για κλέφτης εν’,
Για είναι πολλά μαργιόλος
Για μαύρα μάτια φίλησε και πάει καμαρωμένος;»