Εγώ είμαι ορφανό παιδί
Εγώ ‘μαι ορφανό παιδί, έχω και χήρα μάνα,
η μάνα μου με στοίχισεν σ’ έναν καλόν αφέντη.
Αφέντης μου εν’ πραματευτής εν’κι’ άξιο παλληκάρι,
αφέντης μου κάνει χαρά, χαράν και πανεγύρι.
Μένα με κάνει καλεστή, για να καλώ τον κόσμο,
εκάλεσεν εννιά χωριά και δεκαπέντε κάστρα.
Μένα με κάνει κεραστή για να κερνώ τον κόσμο,
κι’ απ’ το πολύ το κέρασμα, το σύρε και το φέρε,
το χέρι μου ραίστηκε, και πέλ’ σα το ποτήρι.
Ουδέ στη γήν εβάρεσε, ουδέ στο καλντιρίμι,
Μόν’ σε μιας κόρης γόνατο, σε μιας κόρης ποδάρι.
Η κόρ’ ήτανε όμορφη, ήταν καγκελοφρύδα,
τα ματοτσιναράκια της σαν της ελιάς το φύλλο.