Αναστορούμαι
Αναστορούμαι τον καιρό τσ’ αγάπης μου τση πρώτης
απού ´μουνε ντεληκανής εις τον ανθό τση νιότης.
Και καβαλάρης έραινα μ’ ένα μαντολινάκι
κι ετραγουδούσα στου σεβντά τ’ ανέμελο σοκάκι.
Και πόριζε η γι αγάπη μου στο ματσιπέτι πάνω
και με κρυφοκαμάρωνε καντάδα πως τση κάνω.
Κια πριν ξυπνήσει η γειτονιά να δει τον κανταδόρο
μου πέτανε ένα καντιφέ ολόδροσο για δώρο.
Κι ως έβανα το λούλουδο στ’ αυτί και μύριζά το
απ’ την αγάπη η σκέψη μου γινλοταν άνω κάτω.
Κι αντί να πα να κοιμηθώ στου κύρη μου το σπίτι
έβγαινα σε ψηλές κορφές να δω τον Ψηλορείτη.
Τα χιονοσκέπαστα βουνά ήθελα να ρωτήσω
τη μοναξιά του έρωντα πως θα την νταγιαντίσω.
Και πως βαστονε μοναχά και παραπονεμένα
κι αν έχουνε βαρύ καημό και κείνα σαν εμένα.
και πρίχου πάρω απόκριση έβγαινε ο ήλιοσ πάντα
και κάθε σκέψη ερωτική την έβανε στη πάντα.
Κι οπίσω ξαναγιάργερνα μ’ ένα γλυκό μεθύσι
κι ετσά λογής εδιάβηκε ολόκληρη μου η ζήση.
Περνά ο καιρός και πολεμώ να μάθω μοναχός μου
ο ήλιος ήτανε εχθρός γη φίλος μπιστικός μου.α