Λωλαίνομαι, μανούλα μου
Λωλαίνομαι, μανούλα μου,
για μια γειτονοπούλα μου.
Σύρε, μανά μ’, και πες της το,
κάτσε κουβέντιασέ της το.
-Μετά χαράς σου, γιόκα μου,
θα πάρω και τη ρόκα μου.
Βρίσκει τη ρόκα της και πάει (και πα),
βρίσκει την κόρη π’αγαπάει (που κεντά).
-Καλή σου μέρα, λυγερή.
-Καλώς τη μανά την καλή.
-Κόρη μ’, ο γιος μου σ’ αγαπεί,
μα ντρέπεται να σου το πει.
-Σαν ντρέπεται, τί έρχεται
στην πόρτα μου και στέκεται ;
Πες του να έρτη το πρωί.
να πιούμε τον καφέ μαζί.