Τηλλυρκώτισσα
Εσ’ έ-βερεβε-ναν ά-βαραβα-
στρον τζι’ ε-βερεβε-ν μιτσίν
μες τους-βουρουβου-ς εφτά-βαραβα
πλανή-βιριβι-τες
μα-βαρα-βρομα-βαρα-τα μου.
.
Επιά-βαραβα-σαν μέ-βερεβε
μες τη-βιριβι-ν καρκιάν
τα λό-βοροβο-για που βουρουβου
μου εί-βιριβι-πες
μα-βαρα-βρομα-βαρα-τα μου.
.
Επή-βιριβι-αν τζ’ ει-βιριβι-
παν της-βιριβι-ς πελλής
πως έ-βερεβε-ν να πά-βαραβα-
ω πέ-βερεβε-ρα
μα-βαρα-βρομα-βαρα-τα μου.
.
Τζι’ εμά-βαραβα-εψε βερεβε-ν
την θά-βαραβα-λασσαν
τζ’ ασή-βιριβι-κωσέ βερεβε-ν
αέ-βερεβε-ραν
μα-βαρα-βρομα-βαρα-τα μου.