Χαριτωμένη συντροφιά
Χαριτωμένη συντροφιά μου λέει να τραγουδήσω,
κι εγώ τους λέω δεν μπορώ, τους λέω εγώ δεν ξέρω.
Βαστάξτε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω,
τα ποδαράκια με πονούν, τα γόνατα με σφάζουν,
με πήραν τα γεράματα κι άσπρισαν τα μαλλιά μου.
Και τώρα για τους φίλους μου, για τους αγαπημένους
θα πω τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα.
Την ξενιτιά, την ορφανιά, την πίκρα, την αγάπη,
τα τέσσερα τα ζύγιασαν, βαρύτερα ειν’ τα ξένα.
Παένουν ανύπαντρα παιδιά κι έρχονται γερασμένα.
Παρηγοριά έχει ο θάνατος και λησμονιά ο χάρος,
μα ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει.
Χωρίζει η μανα απ’ το παιδί, και το παιδί απ’ τη μανα,
χωρίζονται τ’ αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα.
Στο δρόμο που χωρίζονται χορτάρι δε φυτρώνει
κι αν θα φυτρώσ’ κανά κλωνί το λέν’ αλησμοχόρτι.