Της Πάργας
Μαύρο πουλάκι που ‘ρχεσαι από τ’ αντίκρυ μέρη,
πες μας τι κλάψες θλιβερές; Τι μαύρα μοιρολόγια,
από την Πάργα βγαίνουνε, που τα βουνά ραγίζουν;
Μη να την πλάκωσε Τουρκιά και πόλεμος την καίει;
Δεν την επλάκωσε Τουρκιά, πόλεμος δεν την καίει.
Τους Παργινούς επούλησαν σαν γίδια, σαν γελάδια,
και τώρα όλοι στην ξενιτιά θα παν να ζήσουν οι καημένοι.
Κλαίνε γυναίκες με παιδιά, δέρνουν τ’ άσπρα τους στήθια,
μοιρολογούν οι γέροντες με μαύρα μοιρολόγια, παπάδες
με τα δάκρυα γδύνουν τις εκκλησιές τους.
Βλέπεις εκείνη τη φωτιά μαύρο καπνό που βγάνει;
Εκεί καίγονται κόκαλα, κόκαλα αντρειωμένων, που την
Τουρκιά τρομάξανε και τον βεζίρη κάψανε.
Εκεί είναι κόκαλα γονιού, που το παιδί τα καίει, να μην τα
βρούνε οι Λιάπηδες, Τούρκοι μην τα πατήσουν.