Τέσσερα τζιαι τεσσέρα
Τέσσερα τζιαι τεσσέρα
κάμνουσιν οχτώ
Τέσσερα παλληκάρκα
πασίν στον πολεμό
Στο δρόμον που πηαίννασιν,
επεινάνασιν
Εκάτσασιν να φάσιν
μα εδιψάσασιν
Γυρεύκουν να βρουν βρύση
απάνω στο βουνόν
Τζι ήβρασιν έναν λάκκον
των εκατόν ορκών
Ερίξαν το λαχνίν τους
ποιος εννα κατεβεί
Τζιαι έππεσεν η μοίρα
πας το μιτσίν παιδίν
Δήστε με αδέρφκια μου
τζι εγιώ εννα κατεβώ
Μες το ερημολάτσιην
να φκάλω το νερόν
Τζιαι τότες τα αδέρφκια του
τον σφιχτοδέσασιν
Μες το ερημολάτσιην
τον κατεβάσασιν
Εφκάρτε με αδέρφκια μου
γιατί είδα το νερόν
Εν κότσιηνον τζιαι μαύρον
μα τζιαι φαρματζιερόν
Ώστι να τον τραβήσουσιν
τζιαι να τον φκάλουσιν
Οι όφεις τζιαι τα φίθκια
τον μισοφάασιν
Να πείτε της μανούλλας μου
στα μαύρα να ντυθεί
Γιατί τον γιον της τον μιτσίν
εθ θα τον ξαναδεί