Σαν έφευγα φαντάρος
Ένα μονάχα σκέφτομαι
κι αυτό μου δίνει θάρρος,
τα μάτια τζη που κλαίγανε
σαν έφευγα φαντάρος.
Όταν μου ήρθε το χαρτί
να πάω να υπηρετήσω,
εθάρρουνα πως ήτανε
ταβέρνα να γλεντήσω.
Στης πύλης το στρατόπεδο
κάθονται δυο πουλάκια,
το ένα λέει “σ’ αγαπώ”
και τ’ άλλο “δυο χρονάκια”.
Είκοσι μέρες φυλακή
έφαγα μα χαλάλι,
γιατί είπα παρασύνθημα
το όνομά σου πάλι.
Το κυπαρίσσι μάνα μου
απού ‘χες στην αυλή σου,
εδά το ντύνουν στο χακί
και μένεις αμοναχή σου.
Τα φανταράκια στο στρατό
να μην τα λησμονάτε,
με χρήματα κι επιταγές
να τα παρηγοράτε.
Έτσι και πάρω άδεια
θα στείλω στο λιμάνι,
επείγον τηλεγράφημα
να είσαι μάνι – μάνι.
Σου στέλνω τριαντάφυλλα
απ’ του στρατού τον κήπο,
να σου κρατούνε συντροφιά
όσο εγώ θα λείπω.
Ζητώ ακρόαση Θεού
και αλλαγή πλανήτη
και μια καλή μετάθεση
να κατεβώ στη Κρήτη.