ΑρχικήΘράκηΟ Κωσταντίνος

Ο Κωσταντίνος

Ο Κωσταντίνος

Ο Κωσταντίνος ο μικρός, ο Μικροκωσταντίνος,

μικρόν τον είχ’ η μάνα του, μικρόν τον ραβωνιάζει

μικρόν τον γήρτε μήνυμα να πάγη στο σεφέρι.

Νύχτα σελλώνει τ’αλογο, νύχτα το καλλιβώνει.

Βαν’ ασημένια πέταλα, μαλαματένιες λόθρες,

σελλώνει και το βάθιο ντου με δεκαχτώ κολόνια.

Πήδηξε καβαλλίκεψε σαν άξιο παλληκάρι.

Σαν Αγιγεώργης φάνηκε, σαν Αγικωσταντίνος.

Τη μάνα ντου παράγγειλε, την καρδιακά ντου μάνα.

– Μανέ μου, την καλίτσα μου, μανέ μου, την καλή μου,

γοργά να δώνης φαγητό, γοργά το μεσημέρι,

και στο ηλιοβασίλεμα στρώνε την να κοιμάται.

Χτυπά το βάθιο ντου κλωτσιά σαράντα μίλια πήγε

κι ως να τον πούνε «στο καλό», αλλά σαράντα πέντε.

Κι αυτή η σκύλα η μάνα ντου Οβρέσσας θυγατέρα,

πα στο σκαμνί την έκατσε κι αντρίκια την ξουρίζει,

κι έκοψε τα μαλλάκια ντης και γκούγλα τήνε βάζει;

Την δίδει δέκα πρόβατα και κείνα ψωριασμένα,

την δίνει και τρία σκυλιά και κείνα λυσσασμένα.

Την παραγγέλνει στα γερά, γερά την συντυχαίνει.

-Θα πάγης πάνω στα βουνά στα αψηλοκορφάτα,

που ‘ ναι τα κρύα τα νερά και δροσερός ο ίσκιος

Κι αν δεν τα κάμης εκατό κι αν δεν τα κάμης χίλια

και τα σκυλιά βδομήντα δυο, στους κάμπους μη κατέβης

Σ’ όλους τους πόρους να τα πας, σ’ όλους να τα ποτίσης,

στον Ιορδανή ποταμό μην τύχη και τα πάγης,

γιατ’ έχει φίδια κι όχεντρες και λύκες γαστρωμένες.

Παίρνει και πάει στα βουνά τα δάκρυα φορτωμένη.

-Έλα Χριστέ και Παναγιά με τον μονογενή σου,

εις το βουνό που βρίσκομαι να φτάση η ευκή σου.

Γίνηκαν χίλια πρόβατα και χίλια πεντακόσια

και τα σκυλιά εβδομήντα δυο, στους κάμπους εκατέβη.

Σ’ όλους τους πόρους πήγεν’ τα, σε όλους πότισέ τα,

στον Ιορδάνη ποταμό πήγε και στάλιζέ τα.

Ερχόμενος ο Κωσταντής από του σεφεριού ντου,

είδε κοπάδι πρόβατα να είναι σταλισμένα,

είδε και ένα τσόμπανο με γκούγκλα στο κεφάλι.

Στάθηκε και τον ερωτά και τον καλημερίζει.

-Για δε με λες, βρε τσόμπανε, ποιανού είν’ αυτά τα γίδια ;

Ποιανού είναι και τα σκυλιά τ’ ασημογιορντανάτα ;

-Τη Κωσταντίνου τη μικρού τη Μικροκωσταντίνου,

όπου μικρό είχ’ η μάνα ντου, μικρόν τον ραβωνιάζει.

Ποιανού είναι τα πρόβατα μαλαμοβραχιολάτα

ποιανού είναι και τα σκυλιά τ’ ασημογιορντανάτα

-Του Κωσταντίνου του μικρού, του Μικροκωσταντίνου,

όπου μικρός παντρεύτηκε, μικρός γυνήκα πήρε.

Κείνου είναι τα πρόβατα μαλαμοβραχιολάτα,

κείνου είναι και τα σκυλιά τ’ ασημογκιορντανάτα.

– Και πού με ξέρεις λυγερή, που ειμ’ ο Κωσταντίνος;

– Εγώ σε ξέρω, Κωσταντή, γιατ’ είσαι ιδικός μου,

την μάνα σου παρήγγειλες την καρδιακά σου μάνα

(επαναλαμβάνονται οι στίχοι από 10�13)

Την πήρε και πηγαίνουσι στο σπίτι το δικό του,

βρίσκει τη μάνα που κρατεί στην αγκαλιά της ρόκα,

-Καλώς τον γιόκα μ’ π’ έρχεται, το γιο μου το μονάχο.

Μάνα μου, πουν η γυναίκα μου, πού’ ναι και η καλή μου,

πού’ ναι η ομορφούλα μου κι’ η αγαπητική μου ;

�Απέθανε η γυναίκα σου, απέθαν’ η καλή σου.

– Που’ ναι, μάνα μ’, το μνήμα της να πα να τήνε κλάψω ;

-Το μνήμα της χορτάριασε και γνώρισμα δεν έχει.

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΕΙΤΕ

Εκκλησιά μου κουκλωτή

Εκκλησιά μου κουκλωτή Εκκλησιά μου κουκλωτή, κουκλωτή καμαρωτή. Όπως δέχεσαι κεριά, τη μεγάλη Πασχαλιά. Δέξου τούτα νιόγαμπρα και...

Βαριά συρτά

Βαριά συρτά Αίσθημα που δεν ένιωσε αληθινή αγάπη είναι σαν το μωρό παιδί που κάνει πάντα...

Λειώσανε τα χιόνια

Λειώσανε τα χιόνια Λειώσανε τα χιόνια μωρέ λειώσανε, και εμείς Μπιρμπίλη μου δεν ανταμώσαμε. Τα...

Στη βρύση στα Τσερίτσαινα

Στη βρύση στα Τσερίτσαινα Στη βρύση στα Τσερίτσαινα,στο πα-μωρέ-στον πάτο απο τη χώρα. Μπουλουπασάδες, άχ...

Σαράντα μέρες σαράντα νύχτες

Σαράντα μέρες σαράντα νύχτες Σαράντα μέρες σαράντα νύχτες Κι η Παναγιά μας κοιλοπονούσι Κοιλοπονούσι παρακαλούσι τους...