Μια πέρδικα παινεύτηκε
Μια πέρδικα παινεύτηκε σ’ ανατολή και δύση,
πως δεν τη βρίσκει κυνηγός να την εκυνηγήσει
κι ο κυνηγός που τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνη,
παίρνει τα ζαγαράκια του να πάει να κυνηγήσει
την περδικούλα για να βρει και να την εσκοτώσει.
ΑΛΛΕΣ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ
Μια πέρδικα παινεύτηκε
σ’ ανατολή και δύση
πως δεν ευρέθη κυνηγός
για να την τουφεκίσει.
Κι ο κυνηγός σαν τ’ άκουσε
πολύ του βαρυοφάνη
στήνει τα βρόχια στα βουνά,
τα ξώβεργα στις βρύσες.
Μια πέρδικα καυχήθηκε σ’ ανατολή και δύση
πως δεν ευρέθη κυνηγός, να την εκυνηγήσει.
Στήνει τα δίχτυα στα βουνά, τα ξώβεργα στη δύση,
το δίχτυ το μεταξωτό μες στου πασά τη βρύση.
Πάει η πέρδικα να πιει νερό και πιάνεται απ’ τη μύτη.
Αλαφροπιάσ’ με κυνηγέ, κάνε μου αυτή τη χάρη.
Και με το αλαφρόπιασμα η πέρδικα πετάει.
Κρίμα σ’ εσένα, κυνηγέ, που μου ‘κανες τη χάρη
κι άφησες τέτοια πέρδικα άλλος να την επάρει.