Κόρη πάει για τη βρύση
Κόρη πάει για τη βρύση
τη βαρέλα να γεμίσει
κι ένας νιος τηνε ρωτούσε
πώς περνά που δεν μπορούσε.
“Τι καλέ μου τι ρωτάς, τι ρωτάτε
πώς περνάω, τι ρωτάτε πώς περνάω
αφού στη καρδιά πονάω. Έχω στη
καρδιά μου κάτι, άρρωστη από αγάπη.
Φάρμακα δε θα βρεθούνε
για καρδιές ποτ αγαπούνε,
δίνω στη καρδιά μου θάρρος
μα γιατρός μου είναι ο χάρος”.