Η μηλιά
Γιατί μηλιά μου ψήγεσαι
και κιτρινοφυλλιάζεις
ειν’ τα μήλα σου βαριά
ή το νερό σου λείπει
Δεν είν τα μήλα μου βαριά
ούτε νερό μου λείπει
Κόρη και νιος φιλιώντανε
κάτω από τα κλαδιά μου
κι ορκίστηκαν στα κλώνια μου
να μην ξεχωριστούνε
Τώρα ξεχωριστήκανε
Ποτάμι νεπλημμύρισε, σε περιβόλι μπαίνει,
ποτίζει δέντρ’ αρίθμητα, μηλιές και κυπαρίσσια
και μια μηλιά γλυκομηλιά νερό δεν τη φελάει.
Κινά η μηλιά και ψήγεται και κιτρινοφυλλιάζει.
Κι’ άλλη μηλιά τήνε ρωτά, κι’ άλλη μηλιά της λέει.
“Τι έχεις, μηλιά, και ψήγεσαι και κιτρινοφυλλιάζεις;
Μην είν’ τα μήλα σου βαριά, μην το νερό σου λείπει,
κι’ από τα κλωναράκια σου κανένα μη ραγίστη;
-Δεν είν’ τα μήλα μου βαριά, μηδέ νερό μου λείπει,
κι’ από τα κλωναράκια μου κανένα δε ραγίστη.
Άγουρος με ξανθή κόρη στη ρίζα μου φιλιώνταν,
κι’ όρκο κάμαν στους κλώνους μου να μη ξεχωριστούνε,
τώρα ξεχωριστήκανε και κιτρινοφυλλιάζω.”