Ξένος θα πάη στην ξενιτειά
Ξένος θα πάη στην ξενιτειά να κάμ’ σαράντα μέρες,
κι’ η ξενιτειά τον πλάνεψε και κάμ’ σαράντα χρόνια.
Έπεσε και αρώστησε στου καραβιού την πλώρη.
Δεν έχει μάνα να τον δη, αδέρφι να τον κλάψη,
μόν’ έχει τρεις γερόντισσες και τρεις γιαρενοπούλες.
Η μια τον δίν’ κρύο νερό, η άλλ’ αφράτο μήλο,
η άλλη η μικρότερη του στρώνει να πλαγιάση.
-Σήκω ψηλέ μ’, σήκω, λιγνέ μ’ , σήκω για να πλαγιάσης.
-Εγώ σου λέω δεν μπορώ και συ με λέγεις σήκω,
δώστε μελάνι και χαρτί να κάτσω για να γράψω
να στείλω στη μανούλα μου και να την πω παντρεύτκα,
πήρα την πέτρα πεθερά, τη μαύρη γη γυναίκα.