Τραγούδι της Σούσας (Σούσα)
Κάθε πρωί με τη δροσά π’ ανοίγει το λουλούδι,
αφουγκραστείτε να σας πω τση Σούσας το τραγούδι,
η Σούσα ήτο λυγερή τση χώρας περιστέρι
κι ήθελε κι ο Σαριμπαχρής να τηνε κάμει ταίρι…
Αγάπα τον κι αγάπα τη χρόνους δεκατεσσάρους,
μ’ αλήθεια τ’ αδερφάκι τζης γυρίζει στσι Κουρσάρους,
μια πέφτει αργά τονε καλεί, τον είχε καλεσμένο,
η Σούσα το Σαριμπαχρή κι ήτον και παγωμένος…
Τη νύχτα τα μεσάνυχτα οι πετεινοί λαλούσαν,
ακούν τη πόρτα να χτυπά και την εκακαλιούσαν,
επήγε η Σούσα κι ήνοιξε και μπήκε ο αδερφός τσης
και τότες δεν τονε χωρεί το σπίτι τον καημό τζης…
“Βάλε μου Σούσα μου νερό και διψασμένος είμαι
κι απού το δρόμο το πολύ, πο-λιγωμένος είμαι!”
Παίρνει γυαλένιο μαστραπά να πάει να του βάλει
κάτω από το περβόλι τζης, κρύγιο που (‘ν) το πηγά(ι)δι.
Ως που να πάει και να ‘ρθει τον είχε σκοτωμένο
μια μαχαιριά στο μπέτη ντου ήφαε ο καημένος,
εκεί που θάψανε τη νια εφύτρωσε καλάμι
κι εκεί που θάψανε το νιο φύτρωσε κυπαρίσσι…
Κάθε μεγάλη εορτή και κάθε Μπαϊράμι
ήγερνεν ο κυπάρισσος και φίλιε το καλάμι…