Διάζεται κόρη διάζεται
Διάζεται κόρη διάζεται,
διάζεται το βλαντίν ντης,
διάζεται το βλαντίν ντης,
κι όλ’ η χαρά δικήν ντης
Ενα μικρό αρχοντόπουλο
το φέσι του δε βγάζει,
το φέσι του δέ βγάζει
και σεγίρι δεν την κάνει.
Στους ουρανούς το διάζεται,
στους κάμπους το ξεφαίνει,
στους κάμπους το ξεφαίνει,
o νους της δεν προφταίνει.
Το άτι του νεσέλλωσε,
στη μάνα του πηγαίνει,
στη μάνα του πηγαίνει,
και της μάνας του το λέγει
Παρασκευίτσα τό ‘βαλε,
Σάββατο το ξεφαίνει,
Σάββατο το ξεφαίνει,
και ο νους της δεν προφταίνει
Μάνα μ’, το θάμα πού δα ‘γώ
εψές στο πανηγύρι,
εψές στο πανηγύρι,
μάλαμα ήταν και ζαφείρι.
Την Κυριακίτσα τό ‘βαλε
να πάγ’ στο πανηγύρι,
να πάγ’ στο πανηγύρι,
μάλαμα ήταν και ζαφείρι.
Μια μοιροπούλα κοίταξα
στραβά φόρειε το φέσι,
στραβά φόρειε το φέσι,
τρέμ’ ο ουρανός να πέση.
Οσ’ αφεντάδες ήτανε,
όλοι τα φέσια βγάζουν,
όλοι τα φέσια βγάζουν,
και σεγίρι να την κάνουν.
Νυγιέ μου, σαν την άρεσες
στέλνεις προξενητάδες,
στέλνεις προξενητάδες,
τους μεγάλους αφεντάδες.
Στέλνεις της Προύσας τον αγά,
της Σμύρνης τον αφέντη,
της Σμύρνης τον αφέντη,
στέλνεις και σε την φέρνει.