Ντιρλαντά
πέντε και τέσσερα,εννιά κι ένα μας κάνουν δέκα
μ’εγώ είμαι που παντρεύτηκα κι ηπήρα μια γυναίκα
οι ψείρες κι οι κονίες της ήτο τα μόμπιλα της
κι οι αράχνες του σπιτιού τ’αμεπελοχώραφά της
ήτο και μια καματερή που εν υπήρχε ταίρι
στις τέσσερις επλάγιαζε κι ηξύπνα μεσημέρι
ω ντιρλαντά ντιρλαντά
στις 15 του Μαρτιού ήβαλε μια μπουγάδα
και την αποτελείωνε τη Μεαλοβδομάδα
το βράδυ όταν γύριζα να την καλησπερίσω
νερό δεν είχε για να πιω φαί για να δειπνήσω
με πιάναν τα διαόλια κι ημπήα τις φωνές μου
άντρα μου έχω σου φαί αγρέλες μες το βάζο
κάτσε σφαχτομαχαίρωσε και πάψε τις φωνές σου
μ’εγώ δεν είμαι δούλα σου να κάνω τις δουλειές σου
η κουνέλα μας κι η βιόλα ηφάαν τα ψωμιά μας όλα
ω ντιρλαντά ντιρλαντά