Της Σούσας
Είκοσι πέντε του Μαρτιού π’ ανθίζει το ζουμπούλι
ν’ ακούσατε τι θα σας πω, της Σούσας το τραγούδι.
Η Σούσα ήταν όμορφη, της Χώρας το καμάρι
κι αγάπα τον Σερίφ Μπέη το τουρκοπαλικάρι.
Ένα πρωί καθότανε χρυσό μαντήλ’ κεντούσε
τον αδερφό της έκλαιγε και τον μοιριολογούσε
κι η μάνα της την ρώτησε κι την παρηγορούσε.
– Τι έχεις Σούσα μου μικρή κι είσαι βαλαντωμένη
κλαμένα τα ματάκια σου και πολυπικραμένη;
– Όνειρο είδα, μάνα μου, πικρό φαρμακωμένο
πως ήταν τ’ αδερφάκι μου στο αίμα βουτηγμένο.
– Όνειρο ήταν Σούσα μου, όνειρο θα περάσει
κι εσένα τ’ αδερφάκι σου στα ξένα θα γεράσει.
Κοντά στα ξημερώματα που πετεινοί λαλούσαν
ξένος εμπήκε στην αυλή την πόρτα της βροντούσε.
– Άνοιξε Σούσα, άνοιξε εγώ είμαι, ο αδερφός σου
από τα ξένα γύρισα, να σε καλοπαντρέψω.
Χρυσό ποτήρι έπαιρνε, κρασί να τον κεράσει.
– Δεν θέλω Σούσα μου κρασί δεν είμαι διψασμένος,
μον’ είμαι απ’ τον Σερίφ-Μπεή, βαριά βαλαντωμένος.
Απ’ τα μαλλιά την άρπαξε και σαν αρνί την σφάζει.
– Κι ας έρθει κι ο Σερίφ Μπέης αν είναι παλικάρι
για να στολίσ’ το μνήμα σου όλο μαργαριτάρι
και πάνω από την κεφαλή μια μαρμαρένια βρύση
όποιος έχει αγάπη στην καρδιά να πιει νερό να σβήσει.