Πάπιγκο
Ωρε για συναχτήτε να σας πω, κι’ όλοι ν ‘ακουρμαστήτε
άμαν αμαν, ωρε κι’ οσο καιρό παιδιά μ’ κι’ αν ζήσετε
αχ ολο να μολογήτε.
Στο Πάπιγκο, στο μαχαλά, είναι μια κρύα βρύση
αμάν αμάν, ποιός έχει ντέρτι στη καρδιά ας πάει να πιει
να σβήσει.
Ωρέ αυτή τη βρύ-τη βρύση τη καλή, τη λένε Αυραγόνια
αμάν αμάν, αχ εκεί λαλού-μωρέ λαλούνε τα πουλιά,
αχ ολό πουλιά κι αηδόνια.
Μωρέ κίνησε ο πρω-ο πρωτοσύγγελος, βρύση να θεμελιώσει
αμάν αμάν, ωρέ κανένας α-μωρέ άλλος χωριανός χρήματα
να μην δώσει.